- όργητα
- και όργιτα, ηοργή, θυμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. -ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με -ι- κατά το χάριτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάκητα — και κάκιτα η θυμός, εχθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. ητα ή < κακία με επίδραση τών ουσ. σε ητα (πρβλ. όργητα, χάρητα)] … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
όργιτα — η βλ. όργητα … Dictionary of Greek
οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)